Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οι διαμαρτυρίες

  • 1 διαμαρτυρίες

    1) protest
    2) railing

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διαμαρτυρίες

  • 2 πιάνω

    (αόρ. έπιασα) 1. μετ.
    1) брать(ся) руками, трогать; хватать;

    πιάσε με από το χέρι — возьми меня за руку;

    πιάνω κάποιον από τα μαλλιά — хватать кого-л. за волосы;

    πιάνω τον σφυγμό — пощупать пульс;

    τον έπιασα από το λαιμό я его схватил за горло;
    2) доставать, брать;

    πιάσε μου το βιβλίο από το ράφι — достань мне ту книгу со стеллажа;

    3) ловить; поймать;

    πιά ψάρια — ловить рыбу;

    πιάνω τον κλέφτη — поймать вора;

    πιάστε τον! — ловите его1;

    με έπιασε στο δρόμο και μού τα είπε όλα он меня поймал на улице и всё рассказал;
    4) перен. улавливать, схватывать;

    πιάνω τό νόημα — схватывать смысл;

    5) заставать, застигать;
    όταν επιστρέφαμε μας έπιασε βροχή на обратном пути нас застал дождь;

    βιάσου να μην σε πιάσει η νύχτα — поторопись, а то тебя застигнет ночь;

    6) уличать (в чём-л.);
    ловить (на чём-л.); τον έπιασε να λέει ψέμματα (να κλέβει) он его уличил во лжи (в краже); 7) выручать, получать (деньги); зарабатывать;

    τό μαγαζί πιάνει τρείς χιλιάδες τη μέρα — дневная выручка магазина составляет три тысячи драхм;

    τό σπίτι θα πιάσει πενήντα χιλιάδες — за дом можно получить пятьдесят тысяч драхм;

    έπιασε πέντε παράδες και μας κάνει τον καμπόσο он заработал немного денег и уже важничает;

    δεν πιάνω ούτε τα λεφτά μου — продавать в убыток; — невыгодно продавать;

    8) занимать, захватывать (что-л.);

    πιάσε δυό θέσεις — займи два места;

    πιάσαμε την γέφυρα — мы заняли мост;

    9) нанимать, снимать; брать в аренду;

    πιάνω σπίτι — арендовать дом;

    πιάνω κατοικία — снимать квартиру;

    10) вмещать; иметь объём;

    τό βαρέλι πιάνει τετρακόσια κιλά — бочка вмещает 400 килограмм;

    11) заводить, завязывать (дружбу, беседу и т. п.);

    πιάσανε φιλία — они подружились;

    πιάσαμε κουβέντα — мы завели разговор;

    12) оценивать, давать цену;

    τό σπίτι θα το πιάσουμε γιά εκατό χιλιάδες δραχμές — мы дадим за этот дом сто тысяч драхм;

    13) принимать в расчёт;

    τα μεταφορικά δεν τα πιάνουμε — транспортные расходы в расчёт не принимаются;

    14) доставать (воду из колодца и т. п.); наливать (вино и т. п.);

    πιάσε πέντε κιλά λάδι από το βαρέλι — налей пять килограмм масла из бочки;

    15) страдать, болеть (чём-л.);

    τον πιάνει πονοκέφαλος — он страдает головными болями;

    την έπιανε ελονοσία επί δυό χρόνια она два года болела малярией;
    τον έπιασε το σηκώτι у него схватило печень, у него заболела печень;

    την πιάνει η θάλασσα — она плохо переносит море, страдает морской болезнью;

    16) охватывать (кого-л.), овладевать (кем-л.); нападать, находить (на кого-л.);

    με πιάνει συγκίνηση όταν ακούω τη φωνή της — когда я слышу её голос, меня охватывает волнение;

    σε πιάνει λύπη να τον βλέπεις — когда смотришь на него, испытываешь жалость;

    όταν τον βλέπει τον πιάνει θυμός — при виде его он сердится;

    τί τον έπιασε και φωνάζει; что на него нашло, что он кричит?; почему он кричит?;
    17) охватывать (кого-что-л.), распространяться (на кого-что-л.);

    πιάσανε φωτιά και τα γειτονικά σπίτια — огонь перекинулся и на соседние дома;

    18) брать (кого-л.), действовать (на кого-л.);

    δεν τον πιάνει το κρασί — вино его не берёт, от вина он не пьянеет;

    τον πιάνει ο ήλιος — он быстро загорает;

    τίς ελιές τίς έπιασε το αλάτι маслины хорошо просолились;
    19) схватить (болезнь), заразиться (болезнью);

    πιάνω γρίππη — заразиться гриппом;

    20) затрагивать, касаться;

    εμάς δεν μας πιάνει αυτός ο νόμος — нас этот закон не касается;

    § πιάνω τόπο — оказываться полезным (о советах, просьбах и т. п.);

    πιάνω στο στόμα μου κάποιον — а) злословить (о ком-л.); — б) постоянно упоминать кого-л.;

    κάτι έπιασε τ' αφτί μου до слуха моего дошло;
    я услышал;

    πιάνω τό θεό — божиться;

    πιάνω τό τραγούδι — затянуть песню;

    πιάνω πουλιά στον αέρα — быть очень способным, ловким; — на ходу подмётки рвать;

    πιά με το καλό — подойти по-хорошему (к кому-л.); — действовать добром (на кого-л.);

    πιά κάποιον στα πράσα — поймать с поличным кого-л.;

    δεν τον πιάνει το μάτι σου — внешне он не производит впечатления;

    δεν πιάνω χαρτωσιά ( — или μπάζα) μπροστά σε κάποιον — и в подмётки не годиться кому-л.;

    δεν τον πιάνω νει το φαΐ — еда ему не впрок;

    не в коня корм;
    έπιασε τη μέση του он вылетел в трубу;

    είναι να πιάνεις τη μύτη σου — всё это отвратительно;

    τον πιάνει το γλυκύ του ( — или

    τό καλό του) у него бывают припадки эпилепсии;

    μάτι κακό να μην σε πιάσει — упаси тебя боже от дурного глаза;

    τί έπιασες κι' έκαμες! что ты натворил!;
    2. αμετ. 1) прилипать, приклеиваться;

    τα γραμματόσημα δεν πιάνουν στον φάκελλο ( — почтовые) марки не приклеиваются к конверту;

    2) приниматься, пускать корни; прививаться (тж. перен.); расти, произрастать (о растениях);

    οι μηλιές δεν πιάνουν στα μέρη μας — в наших краях яблони не растут;

    τό μπόλι δεν έπιασε черенок не привился;
    αυτή η μόδα δεν έπιασε эта мода не привилась; 3) пришвартовываться, причаливать;

    αυτό το πλοίο δεν πιάνει στην 'Αλεξάνδρεια — этот пароход не причаливает у Александрия;

    4) уходить, убегать;

    πιάνω τα βουνά — уходить в горы;

    5) начинать гореть, воспламеняться, зажигаться; заниматься (об огне);

    τα ξύλα είναι χλωρά και δεν πιάνουν — дрова сырые и поэтому не- загораются;

    6) забеременеть;
    έπιασε παιδί απ' αυτόν она от него забеременела; 7) оказывать воздействие, давать результат;

    οι διαμαρτυρίες πιάσανε — протесты оказали действие;

    οι κατάρες του έπιασαν его проклятия сбылись;
    8) застревать, встречать преграду;

    τό κλειδί κάπου πιάνει — ключ где-то застревает;

    9) начинаться, разражаться; наступать;
    έπιασε βροχή начался дождь;

    τό φθινόπωρο συχνά πιάνει τρικυμία — осенью часто разражаются штормы;

    έπιασαν οι παγωνιές наступили морозы;

    § πιάνω απ' την αρχή — начинать сначала;

    πιάνομαι

    1) — держаться, хвататься (за что-л.);

    πιάνόμαστε από το χέρι — держаться за руки;

    πιάσου από το τραπέζι держись за стол;
    2) (за)цеплять'ся;

    πιάστηκε το φουστάνι σ' ένα καρφί — платье зацепилось за гвоздь;

    3) перен. цепляться, ухватываться;

    πιάνομαι από κάποια ιδέα — ухватиться за какую-л. мысль 4) попасться, быть пойманным, схваченным;

    ο κλέφτης πιάστηκε — вор пойман;

    5) быть уличённым;

    πιάστηκαν να λένε ψέμματα — они были уличены во лжи;

    6) ссориться; драться;

    αυτός πιάνεται με όλον τον κόσμο — он со всеми ссорится;

    στο τέλος πιάστήκανε — в конце они подрались;

    7) неметь; отниматься, парализоваться;

    πιάστηκαν τα πόδια του — а) у него ноги затекли; — б) у него ноги отнялись;

    8) быть занятым, захваченным (о месте и т. п.);

    πιάστηκαν όλα τα στρατηγικά σημεία ( — были) заняты все стратегические пункты;

    9) встать на ноги; стать зажиточным, разбогатеть;

    τα παιδιά του πιάστηκαν — его дети (уже) встали на ноги;

    § πιάνομαι από ψηλά — важничать, задирать нос;

    πιάνομαι από λεφτά — богатеть;

    πιάνομαι από τα λόγια μου ( — пли στα λόγια μου) — попадаться на слове;

    αυτός δεν πιάνεται από πουθενά — его разве поймаешь!;

    ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται — погов. утопающий хватается за соломинку

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πιάνω

  • 3 protest

    1) διαμαρτυρία
    2) διαμαρτυρίες
    3) διαμαρτύρομαι

    English-Greek new dictionary > protest

  • 4 railing

    1) διαμαρτυρίες
    2) κιγκλίδωμα

    English-Greek new dictionary > railing

См. также в других словарях:

  • Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… …   Dictionary of Greek

  • 2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] …   Wikipedia

  • παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Κεντροαφρικανική Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής Παλαιότερες ονομασίες: Oυμπανγκί Σαρί (έως το 1960) / Κεντροαφρικανική Αυτοκρατορία (1976 79) Έκταση: 622.984 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.986.400 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Μπανγκί (669.800 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποκτονία — Έγκλημα κατά της ζωής, το οποίο κατά την ποινική νομοθεσία μπορεί να υπαχθεί σε έναν ορισμένο αριθμό ειδικότερων περιπτώσεων. Κοινό στοιχείο σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι με το έγκλημα προκαλείται ο θάνατος ενός προσώπου. Το αποτέλεσμα… …   Dictionary of Greek

  • γαϊδουρινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γάιδαρο ή προέρχεται απ αυτόν 2. αναιδής, πεισματάρης, πρόστυχος 3. φρ. «γαϊδουρινή υπομονή» ανεξάντλητη και χωρίς διαμαρτυρίες υπομονή …   Dictionary of Greek

  • δήμαρχος — Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»